- ἀποξηραίνει
- ἀποξηραίνωdry uppres ind mp 2nd sgἀποξηραίνωdry uppres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αναξηραντικός — ή, ό (Α ἀναξηραντικός, ή, όν) [ἀναξηραίνω] αυτός που αποξηραίνει, που στεγνώνει, ο κατάλληλος για αποξήρανση, αποξηραντικός … Dictionary of Greek
καπυρός — καπυρός, ά, όν (Α) 1. αυτός που έχει ξηρανθεί στον αέρα, στον ήλιο, στη φωτιά ή με κάπνισμα («ἄλευρον καὶ ἄλφιτον καπυρόν», Αριστοτ.) 2. αυτός που υπερθερμαίνει και αποξηραίνει το σώμα, αυτός που στεγνώνει το κορμί («ἀλλά μέ τις καπυρὰ νόσος… … Dictionary of Greek
ξηροποιός — ξηροποιός, όν (ΑΜ) μσν. αυτός που έχει την ιδιότητα να αποξηραίνει, να μαραίνει αρχ. ξηρός, καρφαλέος … Dictionary of Greek
πάδος — (Po). Ποταμός της βόρειας Ιταλίας, ο μεγαλύτερος της χώρας (625 χλμ.). Αποστραγγίζει λεκάνη 74.970 τ. χλμ., από τα οποία περίπου 50.000 καταλαμβάνει η κοιλάδα του Πάδου, τεράστια τάφρος που καλύφθηκε κατά το τριτογενές και το τεταρτογενές. Ο Π.… … Dictionary of Greek